- κατανοῶν
- κατανοέωobserve wellpres part act masc nom sg (attic epic doric)κατανοέωobserve wellpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TRAPEZA — I. TRAPEZA Graec. Τράπεξα, quasi Τετράπεξα, a 4. pedibus, quae simplex erat et prisca mensarum forma, mensa est: unde Trapezopoei, servi mensam curantes; et Canes Trapezitae, de quibus supra; et Trapezophorus, in l. 3. ff. de supell. leg. statua… … Hofmann J. Lexicon universale
κατανοώ — (AM κατανοῶ, έω) 1. εννοώ κάτι καλά, καταλαβαίνω πλήρως (α. «οι μαθητές κατανόησαν το μάθημα» β. «οὐ γάρ που κατανοῶ τὸ νῡν ἐρωτώμενον», Πλάτ.) 2. αντιλαμβάνομαι («από τις μετακινήσεις τού εχθρού κατανόησαν ότι θα γίνει επίθεση») 3. σχηματίζω… … Dictionary of Greek
πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… … Dictionary of Greek
АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в … Православная энциклопедия